Παρασκευή 30 Απριλίου 2010
Με λένε Πόπη (των ΝΕΩΝ)…
Περισσεύει η κακοήθεια στην κριτική της γνωστής, άγνωστης Πόπης Διαμαντάκου -ΝΕΑ - για την πρώτη της Ρούλας Κορομηλά.
Εμφορούμενη, προφανώς, η κριτικός από ιδέες κομπορρήμονα καρδιναλίου, αγνοεί την πραγματικότητα του αντικειμένου που χειρίζεται, συγχέοντας -όπως είπε κάποτε, ξεφωνίζοντας μία μετριότητα της εποχής του ο αείμνηστος Βασίλης Ραφαηλίδης- τη βούρτσα με άλλο αντικείμενο σημαντικής μεν αξίας, εντελώς άσχετο όμως με το προς κρίσιν θέμα.
Το κακό στη περίπτωση της κ. Διαμαντάκου είναι η μέτρια γνώση των αξιών της εποχής της, αλλά και η άγνοια της αξίας της κριτικής που ασκεί.
Όταν ο Αλμπέρ Καμί διανοήθηκε να ψέξει τους κριτές της εποχής του, περιγράφοντας τον οίκτο που μπορεί να αισθάνεται ένας λογικός άνθρωπος για εκείνους που έταξαν σκοπό της ζωής τους να κρίνουν τον διπλανό τους, δεν μπορούσε να φανταστεί τη διαχρονικότητα του κειμένου του.
Ως διάνοια, όμως, συνέλαβε νοήματα και καταστάσεις, τις οποίες οι υπόλοιποι κοινοί θνητοί είμαστε σχεδόν υποχρεωμένοι νομοτελειακά να βιώνουμε.
Γιατί η κάθε εποχή έχει τη δική της Πόπη και, όσο η εποχή απαξιώνεται, τόσο το επίπεδο της όποιας Πόπης μεταφέρεται από το υποκοριστικό Ποπίτσα μέχρι το υπερθετικό Ποπάρα με τα όλα της.
Η Ποπάρα του σήμερα, στριμωγμένη στο δικό της κριτικό κορσέ, διεκδικεί λίγη από τη δόξα των προκατόχων της, αγνοώντας, προφανώς, ότι την αναγνώριση τη… γράφεις μόνη σου. Όταν αναγκάζεσαι να τη δανειστείς, από το ειδικό βάρος του εκδοτικού συγκροτήματος που σου εξασφαλίζει την επιβίωση, υπάρχει κίνδυνος η άστοχη και μικρόψυχη κριτική να λειτουργήσει αντίστροφα και να εκτεθείς ανεπανόρθωτα.
Επειδή, μάλιστα, στον δημόσιο λόγο η επανάληψη του όποιου λάθους, αντί της επανόρθωσης ισοδυναμεί με διασυρμό, η ανικανοποίητη και ζηλόφθονη Ποπάρα επανήλθε δριμύτερη μέσα στο εικοσιτετράωρο, για να επιβεβαιώσει τον κανόνα, ότι η ήττα από τη συντριβή απέχει ελάχιστα.
Εμφορούμενη, προφανώς, η κριτικός από ιδέες κομπορρήμονα καρδιναλίου, αγνοεί την πραγματικότητα του αντικειμένου που χειρίζεται, συγχέοντας -όπως είπε κάποτε, ξεφωνίζοντας μία μετριότητα της εποχής του ο αείμνηστος Βασίλης Ραφαηλίδης- τη βούρτσα με άλλο αντικείμενο σημαντικής μεν αξίας, εντελώς άσχετο όμως με το προς κρίσιν θέμα.
Το κακό στη περίπτωση της κ. Διαμαντάκου είναι η μέτρια γνώση των αξιών της εποχής της, αλλά και η άγνοια της αξίας της κριτικής που ασκεί.
Όταν ο Αλμπέρ Καμί διανοήθηκε να ψέξει τους κριτές της εποχής του, περιγράφοντας τον οίκτο που μπορεί να αισθάνεται ένας λογικός άνθρωπος για εκείνους που έταξαν σκοπό της ζωής τους να κρίνουν τον διπλανό τους, δεν μπορούσε να φανταστεί τη διαχρονικότητα του κειμένου του.
Ως διάνοια, όμως, συνέλαβε νοήματα και καταστάσεις, τις οποίες οι υπόλοιποι κοινοί θνητοί είμαστε σχεδόν υποχρεωμένοι νομοτελειακά να βιώνουμε.
Γιατί η κάθε εποχή έχει τη δική της Πόπη και, όσο η εποχή απαξιώνεται, τόσο το επίπεδο της όποιας Πόπης μεταφέρεται από το υποκοριστικό Ποπίτσα μέχρι το υπερθετικό Ποπάρα με τα όλα της.
Η Ποπάρα του σήμερα, στριμωγμένη στο δικό της κριτικό κορσέ, διεκδικεί λίγη από τη δόξα των προκατόχων της, αγνοώντας, προφανώς, ότι την αναγνώριση τη… γράφεις μόνη σου. Όταν αναγκάζεσαι να τη δανειστείς, από το ειδικό βάρος του εκδοτικού συγκροτήματος που σου εξασφαλίζει την επιβίωση, υπάρχει κίνδυνος η άστοχη και μικρόψυχη κριτική να λειτουργήσει αντίστροφα και να εκτεθείς ανεπανόρθωτα.
Επειδή, μάλιστα, στον δημόσιο λόγο η επανάληψη του όποιου λάθους, αντί της επανόρθωσης ισοδυναμεί με διασυρμό, η ανικανοποίητη και ζηλόφθονη Ποπάρα επανήλθε δριμύτερη μέσα στο εικοσιτετράωρο, για να επιβεβαιώσει τον κανόνα, ότι η ήττα από τη συντριβή απέχει ελάχιστα.